Οκτωβρίου 12, 2013

Το κίνημα μοιράσματος της εργασίας και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ

 Του Μάριου Καλαντζή

Την “Μαύρη Πέμπτη” της 24ης Οκτωβρίου 1929, ημέρα του χρηματιστηριακού κραχ στη Νέα Υόρκη, οι άνεργοι στις ΗΠΑ δεν ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο. Τον Μάρτιο του 1933, στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, είχαν ξεπεράσει τα 15 εκατομμύρια. .Όπως ο Φρίντριχ Ένγκελς είχε περιγράψει περίπου μισό αιώνα πριν “η ολοένα μεγαλύτερη τελειοποίηση των μηχανών”, η οποία είχε μετατραπεί σε “απαράβατο νόμο που υποχρεώνει τον ατομικό καπιταλιστή βιομήχανο να βελτιώνει συνεχώς τον ατομικό εξοπλισμό του και να αυξάνει πάντοτε την παραγωγική του δύναμη” θα οδηγούσε σε σίγουρο αδιέξοδο το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο από τη στιγμή που η “επέκταση των αγορών δεν είναι δυνατόν να συμβαδίσει με την επέκταση της παραγωγής”.

Ο Ντέξτερ Κίμπολ, κοσμήτορας της σχολής Μηχανολόγων στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ ήταν από τους πρώτους που ταρακούνησε τον αμερικανικό φιλελευθερισμό, φέρνοντας κατ' ουσία στο προσκήνιο τα συγκεκριμένα συμπεράσματα του Ένγκελς , όταν παρατήρησε ότι οι μηχανές είχαν γίνει πλέον τόσο υπερπαραγωγικές που οδηγούσαν σε ένα σταθερό συντελεστή τεχνολογικής ανεργίας.

Τα συνδικάτα και τότε έδειξαν αργά ανακλαστικά απέναντι στα νέα δεδομένα που αναδύονταν παρά την σταθερή προσήλωση τους στη μείωση του εργάσιμου χρόνου. Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920 τα επιχειρήματα τους απηχώντας τα κηρύγματα του πρώιμου σοσιαλισμού, εστιάζονταν στα κοινωνικά και ψυχολογικά ευεργετήματα που θα απέφεραν οι λιγότερες ώρες εργασίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1929 στο συνέδριο της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων (AFL) τα προβλήματα της ανεργίας και των χαμηλών αποδοχών είχαν υποβαθμιστεί προς χάριν της κοινωνικής προόδου των εργαζομένων μέσα από την αύξηση του ελεύθερου χρόνου που θα οδηγούσε σε μια “αρμονική ανάπτυξη σώματος, ψυχής και πνεύματος”. Τρία χρόνια μετά η ίδια διεκδίκηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος θα προτάξει την κοινωνική δικαιοσύνη ώστε να δαμασθεί το τέρας της τεχνολογικής ανεργίας, θέτοντας το ζήτημα της ανακατανομής των ωρών εργασίας ως κεντρικό. Αφού οι νέες τεχνολογίες επιτύγχαναν μία τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας αλλά με τίμημα την ραγδαία μείωση του εργατικού δυναμικού, η πρόταση τους δεν ήταν άλλη από τη μείωση των ωρών εργασίας ώστε να εξασφαλισθεί για όλους δουλειά, αξιοπρεπές εισόδημα και αυτή η αγοραστική δύναμη που θα επέτρεπε την κατανάλωση των υπερσυσσωρευμένων αδιάθετων βιομηχανικών προϊόντων. Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής όπως ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος Μπέρντραντ Ράσελ τάχθηκαν με την πρόταση αυτή.

Τον Ιούλιο του 1932 το AFL διατύπωσε επίσημα την πρόταση του προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Χούβερ να συγκαλέσει κοινή διάσκεψη επιχειρηματιών και συνδικαλιστών με σκοπό την εφαρμογή μιας εργάσιμης εβδομάδας τριάντα ωρών δίχως μείωση των μισθών! Μέσα στο ζοφερό κλίμα που είχε δημιουργήσει η οικονομική ύφεση και δίχως να υπάρχει κάποια εναλλακτική πρόταση διεξόδου από αυτή, η επιχειρηματική ελίτ αποδέχθηκε απρόθυμα βέβαια στην πλειοψηφία της, να συμμετάσχει στην εκστρατεία αυτή. Μεγάλοι εργοδότες μη βλέποντας άλλον τρόπο να διαθέσουν τα προϊόντα τους ξεκίνησαν να μειώνουν πιλοτικά το χρόνο εργασίας σε τριάντα ώρες. Μεταξύ αυτών η περίπτωση της Kellogg's ήταν η περισσότερο αξιοπρόσεκτη αφού όχι μόνο μείωσε το χρόνο εργασίας αλλά αύξησε και τους μισθούς των εργαζομένων συνδέοντας τις αποδοχές με την αύξηση της παραγωγικότητας. Εξυπακούεται ότι βασικός σκοπός της εργοδοσίας ήταν μέσα από την αύξηση της απασχόλησης και των θέσεων εργασίας να επιτύχει την κατανάλωση των προϊόντων της. Την ίδια χρονιά μία έκθεση του βιομηχανικού συνδέσμου των ΗΠΑ διαπίστωνε ότι περισσότερες από τις μισές αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν μειώσει το χρόνο εργασίας ώστε να διασώσουν θέσεις εργασίας και να αυξήσουν τις καταναλωτικές δαπάνες.

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1933 ο γερουσιαστής της Αλαμπάμα Χιούγκο Λ. Μπλακ έφερε προς ψήφιση στην αμερικανική γερουσία νομοσχέδιο που θέσπιζε σε όλες τις επιχειρήσεις εργάσιμη εβδομάδα τριάντα ωρών σαν τη “μοναδική πρακτική και εφικτή μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος της ανεργίας”. Εν τέλει και προς έκπληξη της αμερικανικής κοινής γνώμης τον Απρίλιο του 1933 το νομοσχέδιο Μπλακ υπερψηφίστηκε στη Γερουσία με ψήφους 53 υπέρ και 30 κατά επιβάλλοντας 30ωρη εβδομαδιαία εργασία σε όλες τις επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το διαπολιτειακό κι εξωτερικό εμπόριο. Το νομοσχέδιο όπως προβλέπεται στο αμερικανικό σύνταγμα θα έπρεπε να περάσει από τη Βουλή. Όλα έδειχναν ότι η υπερψήφιση του ήταν βέβαιη και εκεί. Τουλάχιστον αυτές οι προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί στον αμερικανικό λαό.

Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ όμως, υποστηριζόμενος από τη μεγαλοαστική τάξη έκανε ότι μπορούσε ώστε να αποσυρθεί το νομοσχέδιο Μπλακ. Με τον υποκριτικό λόγο που χαρακτηρίζει τους αστούς πολιτικούς σε ανάλογες περιπτώσεις, ενώ η κυβέρνηση του αναγνώριζε ότι βραχυπρόθεσμα η δραστική μείωση των ωρών εργασίας θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας τονώνοντας παράλληλα την κατανάλωση, ο Ρούσβελτ ισχυρίστηκε ότι το 30ωρο θα περιόριζε τη δυναμική της επέκτασης της αμερικανικής οικονομίας και θα επηρέαζε αρνητικά την ικανότητα των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ήθελαν η μείωση των ωρών εργασίας να παραμείνει σε εθελοντική βάση με βραχυπρόθεσμες στρατηγικές και να μην αποτελέσει μόνιμο χαρακτηριστικό της αμερικανικής οικονομίας. Πιο απλά να είναι στο χέρι των εργοδοτών αν και εφ' όσον επιθυμούν κάτι τέτοιο και με όρους που στην πραγματικότητα θα έθεταν οι ίδιοι με ότι αυτό θα συνεπαγόταν στον εσωτερικό ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Τελικά ο πρόεδρος Ρούσβελτ και οι υποστηρικτές του έπεισαν το αμερικανικό κοινοβούλιο να αποσύρει το επίμαχο νομοσχέδιο και στη θέση του να δεχτεί το Νομοσχέδιο Εθνικής Βιομηχανικής
Ανάπτυξης (NIRA), στο οποίο υπήρχαν διατάξεις που επέτρεπαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να ορίζει το μέγεθος της εργάσιμης εβδομάδας σε συγκεκριμένες κατηγορίες βιομηχανιών Το αντάλλαγμα για την συνθηκολόγηση των συνδικάτων ήταν το πάγιο αίτημα τους για κατοχύρωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες. Κάπως έτσι θυσιάστηκε το αίτημα για μείωση των ωρών εργασίας και ηττήθηκε το “κίνημα μοιράσματος της εργασίας”, ίσως η μοναδική φορά που το συνδικαλιστικό κίνημα συνδέθηκε τόσο μαζικά και αποφασιστικά με τους άνεργους και το δικαίωμα όλων στην εργασία. Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ρούσβελτ κάποια χρόνια μετά σε ομιλία του στο Κονγκρέσο θα εκφράσει τη... λύπη του για τη μη θέσπιση της 30ωρης εβδομαδιαίας εργασίας.

Προς τι όμως η ιστορική αυτή αναφορά που αντλήθηκε από το εξαιρετικά διαφωτιστικό “The End of Work” του Αμερικανού οικονομικού και κοινωνικού (συστημικού βέβαια) θεωρητικού Τζέρεμι Ρίφκιν (Ελληνική έκδοση: “Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της”, Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1995);
Συγκριτικοί δείκτες της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για Μάιο/Ιούνιο του 2013. Πηγή: netakias.com

Με τα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που καταμέτρησαν την επίσημη ανεργία τον περασμένο Ιούλιο στο 27,6 % και τις προβλέψεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ να προβλέπουν ότι μέσα στο 2016 το ποσοστό αυτό θα σκαρφαλώσει στο 34 %, οι λόγοι είναι προφανείς:

Η ανεργία στην Ελλάδα ανά ηλικιακήομάδα σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Πηγή: euro2day


Μέχρι σήμερα από πουθενά δεν διατυπώνεται κάποια ουσιαστική πρόταση για να αντιμετωπιστεί ο Λεβιάθαν της ανεργίας. Η περιβόητη ανάπτυξη όταν και όποτε επιτευχθεί προϋποθέτει μισθούς πείνας και στην πραγματικότητα αφορά την ευημερία των οικονομικών δεικτών και όχι των λαϊκών στρωμάτων. Η μονοδιάστατη επιλογή των συνδικάτων για την προάσπιση των μισθολογικών “κεκτημένων” έχει οδηγήσει όχι μόνο σε αλλεπάλληλες ήττες αλλά και σε ένα κοινωνικό χάσμα μεταξύ του ενεργού εργατικού δυναμικού και των 1,5 εκατομμύριο ανέργων. Φυσικά τίποτα δεν είναι τυχαίο, πόσο μάλλον όταν η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ που δημοσκοπικά καταμετρείται στο 5,5% - 7%, συνεχίζει να ηγείται των σημαντικότερων συνδικάτων.

Τόσο ο περιορισμός της ανεργίας όσο και η ανασυγκρότηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος περνά μέσα από ένα σύγχρονο κοινωνικό μέτωπο μοιράσματος της εργασίας συνδεδεμένου με την αύξηση των δεικτών παραγωγικότητας ώστε να τεθεί στο προσκήνιο των διεκδικήσεων η μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας δίχως ελάττωση των αποδοχών και να υπάρξει μία αρχικά μικρή αλλά σταθερά ανοδική αύξηση των θέσεων απασχόλησης. Παρά την δραματική μείωση των αποδοχών μέχρι και 60%, τόσο για τα συνδικάτα όσο και για τα κόμματα της Αριστεράς μια αντίστοιχη μείωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων σαν απάντηση στη βάρβαρη αντιλαϊκή επίθεση που υφίστανται, παραμένει ταμπού. Δεν αποτελεί ταμπού βέβαια για τους εργοδότες που ήδη μειώνουν δραστικά και εκβιαστικά τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας του προσωπικού τους, με αντίστοιχη μείωση των μισθών όσων δεν απολύουν.

Παρά τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομικής κρίσης που αφορούν το δημοσιονομικό της χαρακτήρα οι αντεργατικές παρεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα και την αγορά εργασίας γενικότερα, μετά τον αρχικό κλονισμό του 2008/9 έχουν στρώσει το έδαφος στις περισσότερες μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις για περισσότερη κερδοφορία. Ο συνδυασμός της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων με την χρήση τεχνολογικών μέσων που μειώνουν το κόστος παραγωγής ή/και διάθεσης των προϊόντων έχει εξασφαλίσει σε εγχώριες και πολυεθνικές επιχειρήσεις ένα νέο κύκλο κερδών. Πλέον η κύρια αιτία που οδηγεί τις επιχειρήσεις αυτές σε περιορισμό της δραστηριοποίησης τους στην Ελλάδα είναι η υποτιθέμενη γι' αυτές υψηλή φορολογία.

Πίνακας της κερδοφορίας της εταιρίας ΠΛΑΙΣΙΟ Α.Ε. για την 5ετία 2007 -20012. Η ενδεικτική χρήση του παραπάνω πίνακα δείχνει κατά τη γνώμη μου ότι μετά την πτώση των κερδών της συγκεκριμένης εταιρείας κατά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που ξεκίνησε το 2010  επέτρεψε στη συγκεκριμένη εταιρεία που αξιοποιεί σημαντικά και τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας (πχ online κατάστημα) να επανέλθει στο ύψος κερδοφορίας που είχε προ κρίσης. Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Πραγματικά χαμένες είναι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν το βασικό τομέα απασχολησιμότητας και αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα ασφυκτικά όρια του ανταγωνισμού τους με τις μεγάλες εταιρείες. Αν όμως δεν αυξηθεί σημαντικά η κατανάλωση ακόμα περισσότερες από αυτές πρόκειται να βάλουν λουκέτο. Και η κατανάλωση θα προκύψει μόνο όταν αρχίσει να μειώνεται ο δείκτης ανεργίας ελαττώνοντας τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας δίχως να θιχτεί η αγοραστική δύναμη όσων εργάζονται.

Στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξαρτησης συμφερόντων των ντόπιων ελίτ με το πολυεθνικό κεφάλαιο, μια τέτοια επιλογή δίκαια φαντάζει ανεδαφική. Άρα ζητούμενο για τα εργατικά και υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα δεν πρέπει να είναι η μονομέτωπη διεκδίκηση μιας τέτοιας προοπτικής . Η αποκατάσταση του εισοδήματος των εργαζομένων, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η δημιουργία αυτοδύναμης οικονομίας με κοινωνικοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών πρέπει να αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες της ρήξης με το σημερινό οικονομικοκοινωνικό μοντέλο. Ποιο είναι αυτό που θα το αντικαταστήσει θα το αποφασίσει ο ίδιος ο λαός όταν καταφέρει να αποβάλει την οικονομική κατοχή που βιώνει σήμερα. Όταν η Ελλάδα σταματήσει να αποτελεί προτεκτοράτο του πολυεθνικού κεφαλαίου και των μηχανισμών του. Μέχρι τότε ο επανακαθορισμός της αιχμής των αγώνων από τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα στην κατεύθυνση της λιγότερης εργασίας αλλά παράλληλα της εργασίας για όλους, ίσως είναι η πραγματική σπίθα που χρειάζεται ο βουβός “εφεδρικός στρατός εργασίας” για να γίνει... θορυβώδης και να συνδεθεί με τους κοινωνικούς αγώνες. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα φασιστικά κινήματα του περασμένου αιώνα ανδρώθηκαν όταν η ανεργία ήταν το κυρίαρχο κοινωνικό ζήτημα, όπως είναι στις μέρες μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: