Μαΐου 05, 2012

ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ #3 : Χρειαζόμαστε μία ενιαία αντιμνημονιακή, δημοκρατική συσπείρωση


Τρίτο κείμενο με αφορμή τις αυριανές εκλογές, το άρθρο ενός φίλου, του ενεργού στελέχους του αντιδικτατορικού αγώνα & μέλους του Εθνικού Συμβουλίου του Π.Α.Κ.  Γιώργου Παπαγιαννόπουλου,  στο ΠΟΝΤΙΚΙ της 12/4/2012 στα πλαίσια του αφιερώματος της εφημερίδας " Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ". 

Και σε αυτό όπως στα προηγούμενα κείμενα που ανθολόγησα (ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: "Το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών" & Κίνηση Πολιτών Άρδην: Οι τελευταίες εκλογές του παλιού κόσμου), βασικό ζητούμενο είναι η  συγκρότηση ενός κοινού λαϊκού μετώπου που θα συνθέσει την εθνική με την κοινωνική αντίσταση. Παρ' όλες τις εύκολα διαπιστωμένες αντίθετες και απόψεις σε βασικά ζητήματα για το δρόμο εξόδου απ' το σημερινό τέλμα, σε αυτό το ενδιάμεσο πεδίο τους είναι που πρέπει να αναζητηθεί το έδαφος για τη συγκρότηση ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος με συνολική στρατηγική για το απελευθερωτικό πρόταγμα.
ΜΚ


Γιώργος Παπαγιαννόπουλος (Σοσιαλιστική Ανασύνθεση) : Χρειαζόμαστε μία ενιαία αντιμνημονιακή, δημοκρατική συσπείρωση





thumb


Γράφει ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος,
αρχιτέκτονας - συγγραφέας, από την Σοσιαλιστική Ανασύνθεση


Όταν πέρσι, άνοιξη προς καλοκαίρι του 2011, πλημμύρησε από κόσμο η πλατεία Συντάγματος και κατόπιν όλες οι πλατείες της χώρας από ένα πλήθος ετερόκλητο, «μη καταγεγραμμένο», πολλοί – οι περισσότεροι εκ των κομματικών μηχανισμών προερχόμενοι – αδυνατούσαν να δώσουν ερμηνείες, κατέφευγαν σε εύκολες λύσεις, τακτοποιώντας τους συμμετέχοντες σε κατηγοριοποιήσεις με βάση βολικά σχήματα του παρελθόντος.
Είχα γράψει τότε για «τον φόβο της πλατείας». Είχα γράψει ότι αυτός ο Κοινός Φόβος προερχόταν:
- Από την εξουσία (προφανώς: τη μισούσε αφού δεν την όριζε).
- Από τις «βεβαιότητες».
-  Από τα παρελαύνοντα κάθε τόσο (απλώς διερχόμενα) «ταξικά» κομματικά στρατά της παραδοσιακής Αριστεράς.
- Από τους «γνωστούς άγνωστους» και τους «κουκουλοφόρους» που η πλατεία ξέβρασε πολλάκις.
- Από τους «μπαχαλάκηδες» και τμήμα των «αντι-εξουσιαστών» που δεν αποδέχονταν επ’ ουδενί τον ειρηνικό χαρακτήρα της διαμαρτυρίας, θεωρώντας τον αναποτελεσματικό - αποπροσανατολιστικό… Όλων εκείνων που ζουν μόνο με την αντίθεση με τους «Μπάτσους - Γουρούνια - Δολοφόνους» (αυτό τους συντηρεί) και που τους ενοχλούσαν τα γυναικόπαιδα στην πλατεία (τους θυμίζουν κάτι;).

Ποιοι και πόσοι τελικά φοβούνταν την πλατεία;
Δεν ήταν πλέον απλώς ένα ρητορικό ερώτημα…
Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Το πρώτο μνημόνιο ακολούθησε δεύτερο, επαχθέστερο.
Η χώρα βυθίστηκε σε περαιτέρω εξάρτηση και υποτέλεια…
Η εθελοδουλία του πολιτικού προσωπικού αναδείχθηκε σε ύψιστη «αρετή».
Οι πλατείες έχασαν (προσωρινά) τη δυναμική τους. Εντούτοις, το Κίνημα αυτό δεν ηττήθηκε, αποσύρθηκε προσωρινά.
Την ίδια στιγμή, καλό θα ήταν για αυτό το ίδιο το Κίνημα να ψάξει, να ξεψαχνίσει… Δεν αρκεί ο αυθορμητισμός… θέλει και δουλειά.
Όσον αφορά τους «παλαιότερους»: Θεωρώ ότι το ρεύμα της προηγούμενης περιόδου, το διακριτό από τη δεκαετία του ’90, με τον (κάπως άβολο) χαρακτηρισμό «πατριωτικό», με την πρακτική του και τον ακτιβισμό του (εναντίωση στη σύλληψη Οτσαλάν, διαδηλώσεις ενάντια στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν, απόσυρση του ανιστόρητου εθνομηδενιστικού βιβλίου της Ρεπούση)… οφείλει να οσμωθεί με το νεότερο «Κίνημα των Πλατειών» του 2011.
Οφείλουμε «να σπρώξουμε» ώστε να συναντηθεί η «Πατριωτική Αριστερά» και ο σοσιαλιστικός χώρος με τον αντι-μνημονιακό ριζοσπαστισμό (όσο και αν δυσκολευόμαστε να συνεννοηθούμε διότι δεν έχει κατακτηθεί ακόμη κοινή γλώσσα…).
Ενώ η χώρα παραπαίει:
Τι πρόκειται να συμβεί με τον αντι-μνημονιακό ριζοσπαστισμό, αυτό το ιδιόμορφο Κίνημα που εμφανίστηκε μαζικά στις πλατείες από την άνοιξη του 2011, ανατρέποντας εν πολλοίς τον εφησυχασμό της άπνοης και καταναλωτικής 20ετίας 1990-2010;...
Θα γονιμοποιηθεί άραγε πολιτικά - ιστορικά (και από εμάς) ή μήπως θα ανοίξει πανιά για αλλού, με τους υπόλοιπους να παραμένουν περιχαρακωμένοι;
Διαβάζουμε ερμηνείες φτιαγμένες με παλαιά, «σίγουρα» υλικά, που δεν οδήγησαν πουθενά, παρά μόνο σε περιχαράκωση, σε οκνηρία… Οι δυνάμεις της ακινησίας κυριαρχούν. Οι δυνάμεις της ερμηνείας παραμένουν σιγουράτζες.
Σήμερα χρειαζόμαστε μία ενιαία αντι-μνημονιακή δημοκρατική συσπείρωση.

ΥΓ.: Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη μετά τη θυσία του ηρωικού Δημήτρη Χριστούλα, τον συμβολισμό και το φορτίο που έχει η πράξη του.

Μαΐου 02, 2012

ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ #2 : ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΡΔΗΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ



Κίνηση Πολιτών ΑΡΔΗΝ: 

Οι τελευταίες εκλογές του παλιού κόσμου




ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΡΔΗΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι τελευταίες εκλογές του παλιού κόσμου
Η μεταπολίτευση πεθαίνει, η ανασύνθεση παραμένει ζητούμενο
Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει καμία λύση στο δράμα που ζούμε. Και, δυστυχώς, μέρος του προβλήματος δεν είναι μόνον ο δικομματισμός ή οι «μνημονιακές δυνάμεις», αλλά όλες οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και, ενώ πορευόμαστε σε μια από τις σημαντικότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, που σηματοδοτούν το ορι­στικό τέλος της μεταπολίτευσης, το τοπίο μοιάζει σαν μία από τα ίδια. Βρισκόμαστε ακόμα σε κατάσταση όπου αναζη­τούμε «ψήφους διαμαρτυρίας», «ψήφους απελπισίας», και αναπαράγεται η λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Γι’ αυ­τόν το λόγο, οι ερχόμενες εκλογές μάλλον θα μείνουν στην ιστορία ως οι τελευταίες του παλαιού κόσμου και όχι ως η γένεση του καινούργιου.

Αποσύνθεση χωρίς ανασύνθεση
Σή­μερα ακόμα, κύρια πλευρά των επερχό­μενων εκλογών παραμένει η απο­σύνθεση: βασικός στόχος παρα­μένει η φθορά των κομμάτων της συγκυβέρνησης και –κυρίως– η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι η ψυχή του κα­θεστώτος και ο μεγάλος υπαίτι­ος της καταλήστευσης και της δι­άλυσης της χώρας. Φυσικά, και ο Σαμαράς είναιένοχος, γιατί τον Οκτώβριο έδωσε χείρα βοηθεί­ας στον Γιώργο Παπανδρέου, και τον Βενιζέλο, είναι βασικός συντο­νιστής της εκπτώχευσης του ελλη­νικού λαού, επιτρέποντας στο κα­θεστώς να επιβιώσει και να ανα­συνταχθεί. Διότι, αν, τότε, άφηνε τον Παπανδρέου να καταρρεύσει, οι εκλογές θα γίνονταν σε εντελώς διαφορετικό κλίμα και η βούληση του λαού θα μπορούσε να εκφρα­στεί πιο ελεύθερα, δίχως τη μέ­γκενη του 2ου μνημονίου να μας σφίγγει απελπιστικά τον λαιμό και τη χώρα να βρίσκεται, επί της ου­σίας, υπό κατοχή. Για τον δε κω­λοτούμπα Καρατζαφέρη, και τις λοιπές στημένες λεμονόκουπες του καθεστώτος, τα πράγματα ήδη παίρνουν τη μοιραία τροπή και τους οδηγούν στα όρια της επιβίω­σης, ενώ όσοι κατάφεραν να πηδή­σουν από το καράβι νωρίς, όπως ο Βορίδης, φιγουράρουν ως πρω­τοκλασάτοι της Νέας Δημοκρατί­ας, εκφραστές μιας νέας αυταρχι­κής γραμμής των διαπλεκόμενων συμφερόντων.
Εντούτοις, παρά την επιτακτι­κή ανάγκη που υπάρχει να κατα­κρημνιστούν οι δυνάμεις της υπο­τέλειας, σήμερα δεν υφίσταται κα­μία δύναμη που να εκφράζει κα­θαρά και αυθεντικά την οργή του ελληνικού λαού για τα εγκλήμα­τα των ελίτ. Αντίθετα, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ενδιάμεσων καταστά­σεων που θολώνουν τα νερά και εμποδίζουν να σταλεί ένα ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα τόσο προς τις προδοτικές ελληνικές ελίτ, όσο και προς τις ξένες δυνάμεις, τους αρχιτέκτονες της νέας γερμανικής κηδεμονίας πάνω στην Ευρώπη.
Ως προς αυτό, είναι χαρακτη­ριστικό ότι οι μαζικές δυναμικές απόρριψης των παλαιών κομμά­των καταγράφονται από τα δεξιά και όχι από την αριστερά: Τον με­γαλύτερο δυναμισμό επιδεικνύει η πρωτοβουλία Καμμένου, ανε­ξαρτήτως αξιοπιστίας, και του τι πραγματικά θα κάνει αν καταγρά­ψει ένα υψηλό ποσοστό και απο­κτήσει διαπραγματευτική δύναμη. Σε μικρότερο βαθμό, η παρατήρη­ση αφορά και στη Χρυσή Αυγή, η οποία φαίνεται να κάνει τη μεγάλη ανατροπή και, από περιθωριακό κόμμα, τείνει να διεισδύσει στο κε­ντρικό πολιτικό σκηνικό.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί καθρέφτη των αδιεξόδων και των αντιφάσεων της Αριστεράς. Εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: Επί τρεις, σχεδόν, δεκαετίες, οι δυνά­μεις της Αριστεράς λειτουργούσαν τυπικά ως αντιπολίτευση, αλλά, παράλληλα, συμμετείχαν ουσια­στικά στη στρατηγική των ελληνι­κών αρχουσών τάξεων, αποτελούν και αυτές τμήμα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και, σήμερα, που τα πάντα διαλύ­ονται, οι δυνάμεις της Αριστεράς κινούνται σαν δεινόσαυρος. Μό­λις τώρα, στο «και πέντε», ο Τσί­πρας ψελλίζει τα προφανή περί υποδούλωσης και ανάγκης ύπαρ­ξης ενός πατριωτικού αντιστασια­κού κινήματος, ενώ το ΚΚΕ παρα­μένει ακίνητο μέσα στην ιδεολογι­κή του φορμόλη. Για τους λόγους αυτούς η Αριστερά αναδεικνύεται σε μεγάλη συντηρητική δύνα­μη. Κερδίζει μεν ψήφους διαμαρ­τυρίας, λόγω της αντιμνημονιακής της τοποθέτησης, αλλά μπλοκάρει από τη μεριά της οποιαδήποτε δυ­ναμική υπέρβασης της υφιστάμε­νης πολιτικής τάξης πραγμάτων.
Με ευθύνη όλων των κομμά­των, είτε συμμετείχαν στην κυ­βέρνηση είτε όχι, κυριάρχησε ένα σύστημα οικονομικού μετα­πρατισμού και κοινωνικού πα­ρασιτισμού, εξαφανίστηκε η πα­ραγωγική βάση της χώρας, διε­λύθη η εθνική μας ταυτότητα στην παιδεία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό. Η Αριστερά, ιδιαίτερα, καλλιέργη­σε στη νεολαία τη λογική της ήσ­σονος προσπάθειας και της μπα­χαλοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος, της εγκατάλειψης της άμυνας της χώρας, χωρίς παράλ­ληλα να προωθεί κάποια αυθεντι­κή αντισυστημική πρόταση: Και καταγγέλλουμε το «σύστημα» και τα αρπάζουμε από αυτό, δοθείσης της ευκαιρίας!
Στο μεταναστευτικό, η Αρι­στερά έδινε στις άρχουσες τάξεις το ιδεολογικό άλλοθι για το πάμφθη­νο εργατικό δυναμικό που προσέ­φεραν τα «ανοιχτά σύνορα». Όταν εμείς στηρίζαμε την ανάγκη μιας συνεπούς και συνετής μετανα­στευτικής πολιτικής, ελέγχου των συνόρων, περιορισμού των μετα­ναστευτικών κυμάτων και ενσω­μάτωσης όσων είναι δυνατόν να ενσωματωθούν, ήμασταν «φασί­στες», συνοδοιπόροι του Καρα­τζαφέρη και του Μιχαλολιάκου. Οι υπόλοιποι, μπορούσαν να το παίζουν αντιρατσιστές στις καφετέ­ριες ή τα μπαρ των Βορείων Προ­αστίων. Σήμερα, τα αστεία τελείω­σαν, αφ’ ενός το κέντρο των Αθη­νών θυμίζει βραζιλιάνικη φαβέ­λα, όπου κυριαρχούν το έγκλημα, η εξαθλίωση, τα ναρκωτικά και οι μαφίες, αφ’ ετέρου η Χρυσή Αυγή φτάνει δημοσκοπικά το 5%. Σε λίγο, αν συνεχιστεί αυτή η απο­ποίηση ευθυνών, η ελληνική κοι­νωνία θα διαλυθεί εντελώς και θα κυριαρχήσουν οι συμμορίες και η αυτοδικία κατά δικαίων και αδί­κων.
Δυστυχώς, όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές επεξεργασίες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, ήρκεσαν για να προ­καλέσουν την κρίση του δικομ­ματισμού, αλλά όχι και τη μεγάλη πολιτική ανασύνθεση. Το «αντι­μνημόνιο», ένας βερμπαλιστικός αντιστασιακός λόγος που έμενε στα συνθήματα, ο οικονομισμός και το εμπόριο φρούδων ελπίδων, του τύπου «άμεση έξοδος από ευ­ρώ-Ε.Ε.», δυστυχώς δεν οδήγη­σαν πουθενά. Όσο προσεγγίζου­με τις εκλογές, οι πρωταγωνιστές όλης αυτής της ιστορίας βγαίνουν ολοένα και περισσότερο στο πε­ριθώριο. Εντέλει, καταδεικνύεται ότι οι επιλογές τους περισσότερο μπλόκαραν τις διεργασίες ανάδυ­σης ενός αυτόνομου πόλου παρά τις βοήθησαν. Αλλά οι ευθύνες βα­ραίνουν αποφασιστικά και τη Σπί­θα και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδω­ράκη, καθώς ήταν ο μόνος που είχε και συμβολικά τη δυνατότη­τα να θέσει τις βάσεις για έναν αυ­τόνομο πολιτικό πόλο αντίστασης, αλλά τη σπατάλησε σε αέναες δια­πραγματεύσεις με τους πρώην του ΠΑΣΟΚ και με τον ΣΥΝ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, το πολιτικό κε­φάλαιο που απελευθερώθηκε με το κίνημα των «Αγανακτισμένων» κατήντησε να κατασπαταλιέται κά­που μεταξύ του Καμμένου και του ΣΥΡΙΖΑ
Η ανασύνθεση παραμένει αναγκαία
Το γεγονός όμως ότι το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, καθώς και οι πνευματικές «ελίτ» δεν μπο­ρούν να εκφράσουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας δεν ση­μαίνει ότι αυτές δεν υπάρχουν: Η διαμόρφωση ενός ρεύματος εαμι­κού τύπου, που να συνδυάζει εθνι­κή ανεξαρτησία και κοινωνική δι­καιοσύνη, που να διαθέτει όρα­μα και στρατηγική, είναι σήμερα όρος επιβίωσης για την Ελλάδα. Και τα διάφορα σχήματα που ανα­δεικνύονται, εκ δεξιών ή εξ αριστε­ρών, μόνο ευκαιριακά μπορούν να καλύψουν το κενό που αφήνει η απουσία του. Γιατί τα ερωτήματα και τα προβλήματα θα επανέλθουν δριμύτερα μετά τις εκλογές, ιδιαίτερα τον Ιούνιο που θα μας βομβαρδίσουν με νέα μέτρα, τα οποία θα δώσουν τη χαριστική βολή στην ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και, δυστυχώς για την Ελλάδα, το πραγματικό στοίχημα της πολιτικής ανασύν­θεσης θα παιχτεί μετά τις εκλογές. Όταν ήδη θα έχουν αναδειχθεί τα αδιέξοδα που υπονομεύουν τόσο το αντιμνημονιακό, όσο και το μνη­μονιακό στρατόπεδο.
Πρώτον, θα αποδειχθεί ότι οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να μεταβάλουν την Ελλάδα σε κά­τεργο, και ότι τα μέτρα που μεθο­δεύουν υπονομεύουν την όποια προσπάθεια ανόρθωσης ευαγγε­λίζεται η Ν.Δ. του Σαμαρά και το μπλοκ της συγκυβέρνησης. Διότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της χώρας είναι η ανατροπή των υφιστάμενων γε­ωπολιτικών συσχετισμών στους οποίους έχουμε εγκλωβιστεί. Και για να πραγματοποιηθεί η γεωπο­λιτική ανατροπή απαιτείται όραμα κοινωνίας, ανασύστασης του ελλη­νικού κράτους και της κοινωνίας με όρους πραγματικής δημοκρα­τίας και δικαιοσύνης. Γιατί η αμ­φισβήτηση των εξαρτήσεων που έχει η χώρα δεν μπορεί να γίνει από σάπιες δομές και χρεοκοπη­μένα κόμματα, πράγμα που η δια­κυβέρνηση Καραμανλή το απέδει­ξε πάρα πολύ καλά.
Δεύτερον, θα φανεί ότι το απο­φασιστικό στοιχείο, που κρίνει την αποτελεσματικότητα και τη μετα­βολή του «αντιμνημονιακού» χώ­ρου σε έναν αυθεντικά αντιστασι­ακό και φερέγγυο πολιτικό πόλο, είναι η διαμόρφωση στρατηγικής για τη χώρα. Δεν αρκεί η αγανά­κτηση ούτε η διαμαρτυρία, γιατί η κρίση είναι πραγματική και απει­λεί την επιβίωση αυτού του λαού και του τόπου. Και, άρα, αυτοί που πλήττονται περισσότερο δεν είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν μια δύναμη που περιορίζεται στην άρ­νηση, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως ένα σκηνικό παρατεταμένης αποσταθεροποίησης θα μας απο­τελειώσει. Και είναι αυτός ο λό­γος που τα κόμματα του μνημονί­ου θα κερδίσουν κάποιες ψήφους παραπάνω στην τελική ευθεία των εκλογών. Γιατί θα πρέπει να γνω­ρίζουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι, που θα στηρίξει κυρίως τον Σα­μαρά, ακόμα και τον Βενιζέλο, δεν συμφωνεί με την πολιτική τους και τις θέσεις τους, αλλά σέρνεται σ’ αυτούς από τον φόβο της επόμε­νης ημέρας. Έναν φόβο ο οποίος εντείνεται από την ιδεολογικοπο­λιτική ανυπαρξία των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Τι θα γίνει με τις εκλογές;
Γνωρίζουμε τα αδιέξοδα των πο­λιτών, που θέλουν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και μέσα από την ψήφο τους και δεν μπορούν να βρουν κάποιον ικανοποιητικό φο­ρέα να την υποδεχτεί. Πολλοί φο­βούνται εξάλλου πως, εάν η ψήφος μας κατευθυνθεί προς τις δυνά­μεις εκείνες που μπλοκάρουν την οργή του λαού, στα πλαίσια των υφιστάμενων συσχετισμών, η ση­μερινή τους ενδυνάμωση θα απο­τελέσει εμπόδιο για το νέο που θα γεννηθεί αύριο.
Ωστόσο, πιστεύουμε πως, μια και δεν έχουν ακόμα αναδει­χτεί πραγματικά νέες και καινο­τόμες πολιτικές δυνάμεις, ο γερο-τυφλοπόντικας της «πανουργίας της ιστορίας» θα λειτουργήσει και μέσα από τις υφιστάμενες δομές, προσφέροντας μια πιο αισιόδο­ξη εναλλακτική προοπτική. Διότι, όταν υπάρχει ένα ρεύμα, που δεν έχει ακόμα διαμορφώσει τη δική του κοίτη, πλημμυρίζει και χρησι­μοποιεί ακόμα και παλιά ξεροπό­ταμα, που μεταβάλλονται, τουλάχι­στον παροδικά, σε υποδοχείς του και κάποτε υποχρεώνονται ακό­μα και να μετασχηματιστούν. Έτσι λοιπόν, τα κάθε είδους εμπόδια και παρακάμψεις δεν θα μπορέ­σουν να εμποδίσουν αυτό το ρεύ­μα να εκφραστεί, ακόμα και μέσα στις παρούσες συνθήκες και συ­σχετισμούς.
Είναι προφανές πως, εάν στην Ελλάδα υπήρχε ένα ισχυρό, συνε­πές και ρεαλιστικό, αντιμνημονια­κό και ταυτόχρονα πατριωτικό κί­νημα, θα μπορούσε και στο εκλο­γικό επίπεδο να διεκδικήσει την εξουσία! Κάτι τέτοιο θα ήταν αντι­κειμενικά εφικτό αν υπήρχαν άλ­λες πολιτικές δυνάμεις και άλλοι πολιτικοί συσχετισμοί. Και όμως, ακόμα και σήμερα, τα λεγόμενα αντιμνημονιακά κόμματα ξεπερ­νούν στην πρόθεση ψήφου το 60% των ψηφοφόρων! Ωστόσο δεν θέ­λουν την εξουσία, διότι τα περισ­σότερα γνωρίζουν πως ένα μέτω­πο θα τους υποχρέωνε σε βαθύτα­τη ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό τους:
Το ΚΚΕ θα έπρεπε να εγκατα­λείψει τον αφηρημένο καταγγελτι­κό και συντηρητικό λόγο του, που επιδιώκει τη διατήρηση του συ­στήματος ώστε να λειτουργεί ως η ανέξοδη αντιπολίτευσή του· ο Σύ­ριζα και η ΔΗΜΑΡ θα έπρεπε να πάψουν να αποτελούν δυνάμεις ταυτισμένες με τον εθνομηδενι­σμό και την αποδόμηση της εθνι­κής συνείδησης, στην παιδεία, το μεταναστευτικό, με την ευρωλα­γνεία τους, την παρασιτική λογι­κή τους, κ.λπ. κ.λπ., και να γίνουν εν τοις πράγμασι πατριωτικές δυ­νάμεις και όχι μόνο στα λόγια· όσο για τους προερχόμενους από τη Νέα Δημοκρατία «αντιμνημονι­ακούς», θα χρειαζόταν να λύσουν τους λογαριασμούς τους με τον νε­οφιλελευθερισμό και τους Αμερι­κανούς. Και είναι προφανές πως όλοι αυτοί δεν θέλουν και δεν μπορούν να το κάνουν. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που έχουν κάνει μια στροφή επί το πατριωτικότερον, δεν συγκρό­τησαν κάποιο ευρύτερο και πειστι­κό μέτωπο, ιδιαίτερα οι προερχό­μενοι από την Αριστερά, και προ­τίμησαν να πορευτούν ο καθένας «με τους δικούς του». Διότι γνωρί­ζουν πως η διαμόρφωση ενός ευ­ρύτερου σχήματος θα σήμαινε την αυτοκατάργησή τους.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές, δεν θα μπουν σε κρίση μόνο τα κόμματα του μνημονίου, αλλά και οι «αντιμνημονιακοί» –όσο παράδοξο και αν ακούγε­ται αυτό. Η μάλλον βέβαιη εκλο­γική ενίσχυση των «αντιμνημο­νιακών», ελλείψει άλλων εναλλα­κτικών προτάσεων, θα οδηγήσει αυτά τα κόμματα σε μετεκλογική κρίση. Διότι θα πρέπει να διαχει­ριστούν αυτή την αυξημένη δύνα­μή τους, που βέβαια δεν θα περι­ορίζεται πια στον σκληρό πυρήνα εθνομηδενιστών, παλαιοσταλινι­κών ή φιλοαμερικανών, ανάλογα με την περίπτωση. Επί παραδείγ­ματι, γύρω από το μεταναστευτι­κό και τα εθνικά θέματα, την άμυ­να της χώρας κ.λπ., θα τιναχτούν στον αέρα τα κόμματα της Αριστε­ράς, εθισμένα στον εθνομηδενι­σμό. Γύρω από τη συμμετοχή σε μνημονιακές κυβερνήσεις, όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, θα μπουν σε κρίση η ΔΗΜΑΡ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κ.ο.κ.
Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Έλληνες σύ­ρονται στην επιλογή του λιγότερο κακού, με τη βάσιμη ελπίδα ότι, με την ψήφο τους, θα επιταχύνουν τις εξελίξεις.
Τι να ψηφίσουμε;
Η αποχή και το λευκό, μολονότι εξακολουθούν να υποστηρίζονται από ένα τμήμα των αγανακτισμέ­νων συμπατριωτών μας, δεν απο­τελούν, δυστυχώς, την καλύτερη λύση, διότι σηματοδοτούν εγκα­τάλειψη του πολιτικού πεδίου στα μηδενικά που διαχειρίζονται τις συλλογικές μας τύχες.
Τότε τι μένει; Θα πρέπει μάλ­λον να στηρίξουμε μια ψήφο αγα­νάκτησης που, ταυτόχρονα, θα εί­ναι και ψήφος επιτάχυνσης των ανασυνθέσεων, των ρήξεων και των ανατροπών που έπονται.
Ως μέλη της Κίνησης Πολι­τών Άρδην, δεν πρόκειται να στη­ρίξουμε προνομιακά κάποιο πολι­τικό σχήμα, και καλούμε τους πο­λίτες να επιλέξουν, ανάλογα με τις προτιμήσεις και την προδιάθεσή τους, τις συνεπέστερες αντιμνημο­νιακές και πατριωτικές επιλογές.
Δεν μπορούμε, για τους λό­γους που προαναφέραμε, να στη­ρίξουμε προνομιακά το ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και διότι οι δύο σχηματισμοί, ιδιαίτερα ο δεύτερος, όλα τα προηγούμενα χρόνια βρέ­θηκαν στην πρωτοπορία της πνευ­ματικής και ιδεολογικής λοβοτο­μής που ασκούσε το καθεστώς πάνω στον ελληνικό λαό. Δεν τους στηρίζουμε γιατί, ακόμα και σήμε­ρα, ο σκληρός οργανωτικός τους πυρήνας πιστεύει ότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ο… εθνικισμός και όχι η διά­λυση της Ελλάδας. Γι’ αυτό και κα­λούμε όσους εν τέλει τους ψηφί­σουν, να επιλέξουν τους πιο αδέ­σμευτους και πατριώτες υποψη­φίους τους. Προφανώς, δεν τίθεται λόγος για τη ΔΗΜΑΡ της κυρίας Ρεπούση, τουΜπίστη και των λοιπών σκληροπυρηνικών εθνο­μηδενιστών της Ανανέωσης, που είναι έτοιμοι να συγκυβερνήσουν σε κάθε περίπτωση.
Επίσης, δεν μπορούμε να στη­ρίξουμε αποκλειστικά τους Ανε­ξάρτητους Έλληνες του Π. Καμ­μένου, επειδή ο, κάποτε, συνεργά­της της Ντόρας Μπακογιάννη, δεν μας πείθει πως δεν θα χρησιμο­ποιήσει τις ψήφους της οργής που θα αντλήσει για να συμμετάσχει στην εξουσία. Όσοι όμως δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτά που διατείνεται, και όχι σε αυτά που έχει κάνει, ας στηρίξουν τους λιγότερο φθαρμένους και τους πιο τίμιους από αυτούς που κατεβαί­νουν μαζί του.
Επιπλέον, υπάρχουν και άλ­λες, μικρότερες, φωνές, μικρότε­ρα σχήματα και οργανώσεις, που έχουν αντιμνημονιακό και κάπο­τε πατριωτικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν επι­λογές για όσους θέλουν να στεί­λουν το δικό τους μήνυμα.
Δυστυχώς, λόγω της κατάντιας που βασιλεύει στη χώρα, και που διαπερνάει όλο το πολιτικό σκηνι­κό, από τους θώκους της εξουσί­ας μέχρι τα αμφιθέατρα και τους δρόμους, είμαστε αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε χωρίς μία ξε­κάθαρη αποκλειστική επιλογή, πέρα από τη γενική κατεύθυνση που προαναφέραμε: Η ψήφος θα πρέπει σαφώς να είναι πατριω­τική και αντικατοχική, και ταυ­τόχρονα θα πρέπει να δημιουρ­γεί ρήγματα στους υφιστάμενους σχηματισμούς. Τα ουσιαστικά, ό,τι και αν ψηφίσουμε σήμερα, ακόμα και για εκείνους που θα επιλέξουν μια καθολική απόρριψη με το λευ­κό, θα ξεκινήσουν την επόμενη μέρα: μετά τις εκλογές, θα πρέπει να αναληφθούν ουσιαστικές πρω­τοβουλίες για έναν αυτόνομο, σο­βαρό πόλο αντίστασης, με όραμα και σχέδιο για τη χώρα.
Όπως έχουμε τονίσει αρκε­τές φορές τα δύο τελευταία χρόνια, έχουμε εισέλθει πλέον σε μια πε­ρίοδο ιδεολογικο-πολιτικής συ­γκρότησης, έχοντας ξεπεράσει την κατ’ εξοχήν ιδεολογικού χαρακτή­ρα διαπάλη των προηγούμενων χρόνων. Ένα κίνημα στηριγμένο στις αρχές του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας και της δημοκρατί­ας, αποτελεί πλέον όχι μόνο ιστο­ρική αναγκαιότητα αλλά και πολι­τική δυνατότητα. Και αν δεν κα­τάφερε να συγκροτηθεί πριν από τις εκλογές θα αρχίσει να συ­γκροτείται αμέσως μετά από αυ­τές.
Η Κίνηση Πολιτών Άρδην με μια τέτοια προβληματική τοπο­θετείται απέναντι στις παρούσες εκλογές. Να ψηφίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να επιταχύνουμε την κρίση των δυνάμεων του μνημο­νίου, να ενταφιάσουμε οριστικά τη μεταπολίτευση και να βοηθήσου­με, έστω δολιχοδρομώντας, στην ανάδειξη των δυνάμεων της ανα­σύνθεσης.
5 Απριλίου 2012
Κίνηση Πολιτών Άρδην
Θεμιστοκλέους 37
Τηλ. Επικ. 210 3826319

Μαΐου 01, 2012

ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ : " Το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών"

Επιστρέφω στο ιστολόγιο με αναδημοσίευση τριών σημαντικών κατά τη γνώμη μου κειμένων για όσα προδιαγράφονται για τον τόπο και το λαϊκό κίνημα με αφορμή τις προσεχείς εκλογές. Πρώτη ανάρτηση/αναδημοσίευση το άρθρο/παρέμβαση του πολιτικού επιστήμονα και φιλοσόφου Τάκη Φωτόπουλου: 



Το πραγματικό (και κρίσιμο) διακύβευμα των εκλογών 


                           Tρίτη, 17 Απρίλη 2012

Οι επικείμενες εκλογές δεν είναι απλά οι πιο κρίσιμες στην μεταπολίτευση, αλλά, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί, και για όλη τη μεταπολεμική Ιστορία της Χώρας. Ο βαθμός όμως κρισιμότητας των εκλογών είναι απόλυτη συνάρτηση του ποιο θεωρούμε ότι είναι το διακύβευμά τους. Και αυτό, κάθε άλλο παρά σαφές είναι, εφόσον άλλο σχεδόν είναι το διακύβευμα αυτό για κάθε εκλογική παράταξη—αν περιοριστούμε μόνο σε αυτές αρχικά και δεν αναφερθούμε και στις παρατάξεις που δεν μετέχουν στις εκλογές και συνιστούν αποχή.
Φυσικά, το ποιο είναι το διακύβευμα για τον λαό είναι βασικά ταξικό θέμα και, στην πραγματικότητα το διακύβευμα που υιοθετεί η κάθε παράταξη είναι επίσης ταξικό, έστω και αν επιμελώς το αποκρύβει τόσο η παράταξη όσο και τα ΜΜΕ που την στηρίζουν, ώστε να παρασύρουν και τμήματα του εκλογικού σώματος να στηρίξουν παρατάξεις που δεν εκπροσωπούν το ταξικό τους συμφέρον. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου, ενώ υπάρχουν σαφείς ταξικές διαιρέσεις στη κοινωνία, οι διαιρέσεις αυτές αγνοούνται για χάρη δήθεν ενός ‘γενικού συμφέροντος’ που στην πραγματικότητα όμως,  και ιδιαίτερα σε μια κρίση καταστροφική σαν τη σημερινή, είναι απλά προϊόν φαντασίας ή θα έλεγα μέσο εξαπάτησης για την υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου, εφόσον βέβαια η ύπαρξη ταξικών συμφερόντων δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε αναγωγή σε γενικό συμφέρον, τουλάχιστον  για θέματα που αφορούν την οικονομική σφαίρα. Γι’ αυτό άλλωστε και μια πραγματική δημοκρατία, όπως η Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ) που υποστηρίζουμε, δεν αρκεί να είναι άμεση δημοκρατία, όπως εκ του πονηρού υποστηρίζουν διάφοροι «ελευθεριακοί». Άμεση δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία με την έννοια της εξασφάλισης της οικονομικής ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή χωρίς τη κατάργηση των ταξικών διαιρέσεων, που αποτελεί το θεμέλιο μιας πραγματικής δημοκρατίας, είναι μια απλή απάτη.
Για τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), που προφανώς αποτελούν τους κύριους εκφραστές όχι μόνο της εγχώριας οικονομικής ελίτ αλλά και της υπερεθνικής ελίτ (μέσω της τρόικας η οποία εκπροσωπεί τόσο το Ευρωπαϊκό τμήμα της όσο και το υπερατλαντικό) το διακύβευμα, είτε το λένε ρητά είτε όχι, είναι : «Ευρώ ή δραχμή». Με άλλα λόγια, παίρνοντας δεδομένες τις δανειακές συμβάσεις και μνημόνια, για τα οποία έχουν δεσμευτεί οι ηγεσίες τους ακόμη και εγγράφως, το δίλημμα που θέτουν , κυρίως στους νοικοκυραίους μικροαστούς που αποτελούν σήμεραμετά τη δραστική συρρίκνωση της μεσαίας αστικής τάξης που θα δούμε στη συνέχεια την κύρια εκλογική πελατεία τους, είναι: συνέχιση της σταθερότητας, έστω μέσα στην αυξανόμενη φτωχοποίησή τους, ή «το χάος που (υποτίθεται) θα φέρει η δραχμή.» Φυσικά,  η εγχώρια ελίτ και τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης, των οποίων τα συμφέροντα υποστηρίζουν πραγματικά τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο δεν έχουν υποστεί την παραμικρή ζημιά από την καταστροφική κρίση αλλά αντίθετα ωφελούνται από αυτή, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η φοροδιαφυγή των προνομιούχων στρωμάτων είναι πολύ σημαντικότερη από αυτή των αντίστοιχων στρωμάτων σε χώρες του καπιταλιστικού κέντρου. Αρκεί μια βόλτα στα βόρεια προάστια της Αθήνας καθώς και στις αυξανόμενες γεωμετρικά φτωχογειτονιές της για να δει κανείς από κοντά τους «δύο κόσμους» στη σημερινή Ελλάδα[1].
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι για τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και τις εγχώριες ελίτ το Ευρώ αποτελεί μονόδρομο. Όμως, για τις Ευρωπαϊκές ελίτ η Ελλάδα ήδη θεωρείται «βαρίδι» μέσα στην Ευρωζώνη, και ενώ βέβαια δεν διανοούνται τη χώρα έξω από την ΕΕ, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η ενσωμάτωσή της στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που συνεπάγεται την  προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού και προπαντός του κοινωνικού της πλούτου σε τιμή ευκαιρίας, εντούτοις, μέσο-μακροπρόθεσμα την προτιμούν έξω από το Ευρώ, ώστε να αποφευχθούν τα συνεχή προβλήματα στη σταθερότητα του νομίσματος που δημιουργεί η παραμονή της σε αυτό, όπως άλλωστε και άλλων περιφερειακών χωρών της Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.). Απλά, δηλαδή, βραχυπρόθεσμα συμπίπτουν τα συμφέροντα ντόπιων και ξένων ελίτ στην παραμονή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού της.
Όμως, αν αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών για τις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, αυτό δεν ισχύει πια για την ιδιότυπη Ελληνική μεσαία τάξη. Ιδιότυπη, γιατί η μεσαία τάξη στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα (όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας) ότι ανήκει βασικά στον δημόσιο τομέα. Και αυτό, διότι η στρεβλή ανάπτυξη μιας χώρας στην περιφέρεια που ανοίγει και απελευθερώνει τις αγορές της, όπως υποχρεώθηκε να κάνει η Ελλάδα από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΕΕ, οδηγεί στην αποδιάρθρωση μιας κατά κανόνα δασμοβίωτης βιομηχανίας και μιας μη ανταγωνιστικής γεωργίας. Γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί τους νέους που αδυνατούν να  απορροφηθούν από τον ιδιωτικό τομέα είτε στη μετανάστευση (όπως έγινε μαζικά τη δεκαετία του 60), είτε στο δημόσιο τομέα. Δηλαδή, η ραγδαία μεγέθυνση του δημοσίου τομέα στη μεταπολίτευση ήταν αναγκαία συνέπεια της εισαγωγής ενός εξωστρεφούς οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης σε μια μη ανταγωνιστική παραγωγική δομή μολονότι βέβαια τα θεμέλια γι’ αυτή την εξαρτημένη ανάπτυξη είχαν τεθεί από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου.[2] Η διαδικασία όμως αυτή χρησιμοποιήθηκε φυσικά από τα κόμματα εξουσίας για να παράγουν και αναπαράγουν την εκλογική πελατεία τους, με αντίστοιχη επέκταση του δανεισμού,  εφόσον  τα δημόσια έσοδα λόγω της πελώριας φοροδιαφυγής και παραοικονομίας ήταν πάντα εντελώς ανεπαρκή σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνεςγεγονός που τελικά οδήγησε στη σημερινή κρίση. Από τη στιγμή όμως που η κρίση λόγω της έκρηξης του δημοσίου Χρέους (που ήταν βέβαια μόνο το σύμπτωμα και όχι η αιτία της κρίσης) οδήγησε στη σημερινή μετατροπή της Ελλάδος  σε τυπικό σχεδόν προτεκτοράτο της ΕΕ,[3] η απόφαση για παραμονή στην Ευρωζώνη αναπόφευκτα συνεπαγόταν τον σημερινό «μονόδρομο» και τη συνακόλουθη καταστροφή της κρατικοδίαιτης μεσαίας τάξης.
Είναι όμως ακριβώς αυτή η διάσπαση του «ταξικού μετώπου εξουσίας», που στήριζε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο τα κόμματα εξουσίας, το γεγονός που οδηγεί σε πιθανή μόνιμη πολιτική αστάθεια. Και αυτό, γιατί  όσο καιρό τα κόμματα αυτά συγκέντρωναν, εκτός από τις ψήφους των προνομιούχων στρωμάτων (που δεν ξεπερνούν το 20% του εκλογικού σώματος) και τις ψήφους της μεσαίας τάξης, μαζί με αυτές των μικροαστών, μπορούσαν και επιτύγχανανσυντριπτική πλειοψηφία που ξεπερνούσε συνήθως το 75% του συνόλου. Δεδομένου όμως ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ελέγχουν απόλυτα τα επίσημα ΜΜΕ, και έμμεσα ακόμη και κάποια από τα εναλλακτικά, έχουν τη δύναμη να καθορίζουν την εκλογική ατζέντα και να αποπροσανατολίζουν ακόμη και κοινωνικά στρώματα από εκείνα που ιδιαίτερα υποφέρουν σήμερα, και είναι σίγουρο ότι θα υποστούν για δεκαετίες, ακόμη χειρότερες συνέπειες από την Βουλγαροποίηση των εισοδημάτων και την Κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων, καθώς και το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας που επιβάλλει η τρόικα. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποπροσανατολίσουν τα λαϊκά στρώματα προσελκύοντας πάλι ψήφους από τους  μικροαστούς, τους αυτο-απασχολούμενους κ.λπ.: από την ανάδειξη της μετανάστευσης στην Ελλάδα ως βασικής αιτίας της κρίσης, καλλιεργώντας στη διαδικασία και ρατσιστικές τάσεις, μέχρι την ανακήρυξη της διαφθοράς ως του κύριου στοιχείου της κρίσης, που υποτίθεται θα πατάξει τώρα η ελίτ με τη δίωξη παροπλισμένων πολιτικών τύπου Τσοχατζόπουλου ή κάποιων παρόμοιων ακίνδυνων πολιτικάντηδων στο μέλλον!
Είναι φανερό επομένως ότι ακόμη και αν το διακύβευμα των εκλογών ήταν μόνο «Ευρώ ή δραχμή», όπως το παρουσιάζουν τα κόμματα εξουσίας, τα ΜΜΕ κ.λπ. πάλι θα ήταν σημαντικές οι εκλογές αυτές, για τους λόγους που ανέπτυξα. Όμως οι εκλογές είναι κρίσιμες (από τη μεριά πάντα των ελίτ) και για ένα άλλο βασικό λόγο: ότι μόνο εάν σχηματιστεί κυβέρνηση που θα συνεχίσει τις πολιτικές του μονόδρομου, έστω και με κάποιες επουσιώδεις τροποποιήσεις των δανειακών συμβάσεων για να στηρίξουν τη νέα δανειακή κυβέρνηση και τα δεκανίκια του συστήματος στην Αριστερά (ΔΗΜΑΡ, Κοινωνική Συμμαχία, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) και στην δεξιά (ΛΑΟΣ κ.ά.) θα νομιμοποιηθεί τουλάχιστον εκ των υστέρων το συστημικό έγκλημα που διαπράχθηκε με τις δανειακές συμβάσεις, οι οποίες όχι μόνο οδηγούν στη μόνιμη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού και στην κατάργηση κάθε εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας, αλλά και στο ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που όσοι προτείνουν αποχή ειδικά για αυτές τις εκλογές λειτουργούν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα. Είναι δηλαδή ένα πράγμα να μην μετέχεις γενικά στις κοινοβουλευτικές εκλογές γιατί δεν δέχεσαι την κοινοβουλευτική «δημοκρατία», όπως είναι άλλωστε και η θέση της ΠΔ , και εντελώς άλλο να μην μετέχεις ειδικά στις συγκεκριμένες εκλογές, ακόμη και αν το διακύβευμα τους ήταν μόνο αυτό που περιέγραψα, εφόσον η συγκεκριμένη αποχή, στη πράξη, σημαίνει τη «νομιμοποίηση» του συστημικού εγκλήματος. Φυσικά, δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι αυτοί που δεν ψηφίζουν ποτέ για λόγους αρχής θα λειτουργήσουν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα αν απόσχουν πάλι, και απόκειται στη συνείδηση τους η απόφαση για το εάν η κρισιμότητα των επικείμενων εκλογών δικαιολογεί την παραβίαση των αρχών τους ή όχι.
Όμως, το διακύβευμα των εκλογών αυτών είναι ακόμη κρισιμότερο από τη μεριά του Λαού. Στην πραγματικότητα, το διακύβευμα δεν είναι καν απλά, «Ευρώ ή δραχμή», αλλά «ΕΕ ή αυτοδύναμη οικονομία». Και η διαφορά μεταξύ των δύο είναι καθοριστική. Και αυτό, διότι το πρώτο, για τα λαϊκά στρώματα, είναι ένα ψευτοδίλημμα εφόσον είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη είτε όχι, από τη στιγμή που συνεχίσουμε να παραμένουμε στην ΕΕ, όλες οι αιτίες που δημιούργησαν το Χρέος και την κρίση εξακολουθούν να παραμένουν και μάλιστα σε απείρως χειρότερες συνθήκες για τα λαϊκά στρώματα. Ακόμη και όλο το Χρέος να μας χάριζαν οι ελίτ, σε μερικά χρόνια θα είχαμε νέο δυσβάστακτο χρέος όσο η παραγωγική δομή της χώρας παραμένει μη ανταγωνιστική. Και η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται απλά από το επίπεδο τιμών και μισθών, όπως βολεύει να λένε οι ελίτ και τα ΜΜΕ που ελέγχουν, αλλά και από την παραγωγικότητα, δηλαδή από τις επενδύσεις στην παραγωγική δομή. Όμως, το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ποτέ δεν πραγματοποίησε τις απαιτούμενες παραγωγικές επενδύσεις στη μεταπολεμική περίοδο[4] και φυσικά δεν πρόκειται να το κάνει ούτε στο μέλλον, ακόμη και αν Κινεζοποιηθεί όλο το εργατικό δυναμικό μας  (από άποψη εργασιακών συνθηκών), εφόσον η Ελλάδα δεν έχει τη παραγωγική υποδομή που είχε δημιουργήσει στη Κίνα η κομουνιστική επανάσταση. Με άλλα λόγια, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς οι χώρες στην περιφέρεια/ ημιπεριφέρεια είναι καταδικασμένες να χάσουν κάθε ίχνος οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας και οι λαοί τους, πέρα από τις ελίτ και κάποια προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια, τον εργασιακό Μεσαίωνα και την περιστασιακή ή μερική απασχόληση, ή εναλλακτικά τη μετανάστευση, όταν ανακάμψουν οι χώρες του κέντρου. Η συνθήκη άλλωστε του Μάαστριχτ και αυτές που την ακολούθησαν ακριβώς θεσμοποίησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτών των συνθηκών.
Αυτό σημαίνει ότι αν δεν δημιουργηθούν οι δυνάμεις για ένα Μέτωπο[5] με στόχο την άμεση μονομερή έξοδο από την ΕΕ και την οικονομική αυτοδυναμία που θα θέσει και τις βάσεις για μια οικονομία πραγματικά ελεγχόμενη από τον Λαό και όχι από τις ελίτ, με μορφή την οποία θα αποφασίσει ο λαός σε ένα δεύτερο στάδιο, τότε η οριστική οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που θα σημάνει η νομιμοποίηση του συστημικού εγκλήματος θα είναι μη αναστρέψιμη. Επομένως δεν αρκεί να καταψηφιστούν τα κόμματα εξουσίας και τα δεκανίκια τους.
Όμως, εδώ θα πρέπει να κάνουμε τη σημαντική διάκριση μεταξύ συστημικών και μη συστημικών κομμάτων και παρατάξεων, μια θεμελιακή διάκριση  που είναι ιδιαίτερα σημαντική στις εκλογές αυτές, όπου, σε σημαντικό βαθμό, κρίνεται η μακροπρόθεσμη επιβίωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στον τόπο μας, και όχι απλά το αν θα επικρατήσουν μνημονιακές ή αντιμνημονιακές δυνάμεις οπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική «Αριστερά»  επιλογή που αποτελεί άλλη μια φενάκη. Και αυτό, διότι στην πραγματικότητα κανένα κόμμα δεν μπορεί να εφαρμόσει στην εξουσία πραγματικά διαφορετικές πολιτικές από αυτές που δεσμεύθηκαν να εφαρμόσουν τα κόμματα εξουσίας, εφόσον δεν επιτύχει πρώτα την μονομερή έξοδο, όχι απλά από την Ευρωζώνη, όπως παραπλανητικά υποστηρίζει ένα τμήμα της δήθεν αντισυστημικής Αριστεράς  (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΛΕ κ.λπ.), αλλά από την ίδια την ΕΕ, και ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη συμπληρωματικών πολιτικών[6]. Άλλωστε έξω από την Ευρωζώνη μπορεί να βρεθούμε έτσι και αλλιώς σύντομα χάρη σε απόφαση των ελίτ, όπως ανέφερα παραπάνω, όπως άλλωστε είχαμε και «κούρεμα του Χρέους» από τις ίδιες ελίτ (άλλο παλαιότερο αίτημα της ίδιας Αριστεράς!). Και τα ίδια βέβαια ισχύουν και για την «πατριωτική» Αριστερά (ΕΠΑΜ κ.λπ.) που επίσης δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ. Και, φυσικά, έξοδος από την ΕΕ δεν σημαίνει έξοδο από την Ευρώπη, όπως υποστηρίζουν οι λακέδες του κεφαλαίου επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά απλά έξοδο από την Ευρώπη των ελίτ, για μια νέα Ευρώπη των Λαών.
Είναι δηλαδή η θέση ενός κόμματος ή οργάνωσης απέναντι στην ίδια την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, (που είναι το κύριο μέσο για την ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς), αυτό που καθορίζει αποφασιστικά την ενσωμάτωση ενός κόμματος ή οργάνωσης στις συστημικές δυνάμεις ή όχι. Η μη θέση επομένως θέματος άμεσης εξόδου από την ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία των βάσεων οικονομικής αυτοδυναμίας (που είναι ο μόνος τρόπος απεμπλοκής μας από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), τη στιγμή που βλέπουμε να συντελείται  μπροστά στα μάτια μας η εντεινόμενη εξαθλίωση της πλειοψηφίας του λαού και η μετατροπή της χώρας σε μόνιμο προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, είναι αυτόχρημα εγκληματική, και έτσι θα κριθεί από την Ιστορία.-


* Το άρθρο αυτό αποτελεί προδημοσίευση του υπό έκδοση ειδικού τεύχους του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία (κυκλοφορεί τέλος Απριλίου)

[1] Rupert Neate, “Crisis, what crisis? In Greece’s Chelsea they are still enjoying a life of luxury”, The Observer, 11/3/2012
[2] βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση, (Εξάντας, 1987)
[3] Τάκης Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, (Γόρδιος, Νοέμβρης 2010)
[4] Εξαρτημένη Ανάπτυξη, ο.π. κεφ. Γ3
[5] Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, Έκκληση για ένα νεο Μέτωπο Κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης, (Νοέμβρης 2011)http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.11.13__neo_ethniko_koinoniko_metopo_extented.html
[6] στο ίδιο